- θνησιμαίος
- -α, -ο1. ετοιμοθάνατος, ψόφιος: Θνησιμαίο ζώο.2. το ουδ. ως ουσ., το θνησιμαίο, ψοφίμι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θνησιμαίος — α, ο (ΑΜ θνησιμαῑος, αία, ον) νεκρός, ψόφιος («θνησιμαία κρέατα» κρέατα από ζώα που έχουν ψοφήσει) νεοελλ. ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσιμος + επίθημα αίος* (πρβλ. αυλ αίος, θαλαμ αίος)] … Dictionary of Greek
θνησιμαίων — θνησιμαῖος fem gen pl θνησιμαῖος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνησιμαίοις — θνησιμαῖος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνησιμαίου — θνησιμαῖος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνησιμαίους — θνησιμαῖος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνησιμαίῳ — θνησιμαῖος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνηξιμαίος — θνηξιμαῑος, ία, ον (Α) θνησιμαίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού θνησιμαίος*] … Dictionary of Greek
νεκριμαίος — νεκριμαῑος, αία, ον (Α) 1. νεκρικός, θνησιμαίος 2. αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεκριμαῑον το θνησιμαίο, το πτώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. ιμαῖος (< ιμος και αῖος), πρβλ. κοινων ιμαίος, υποβολ ιμαίος) … Dictionary of Greek
ψοφίμι — το, Ν 1. πτώμα, κουφάρι ζώου 2. α) άτομο κάτισχνο και εξαντλημένο β) άνθρωπος ψοφοδεής, δειλός, φοβητσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από τον πληθ. ψοφίμια (πρβλ. θαλάμια > θαλάμι, καλάμια > καλάμι) τού αμάρτυρου *ψοφίμιο(ν) < *ψοφιμαίον (< … Dictionary of Greek
ՄԵՌԵԼՈՏԻ — (տւոյ, տւոց կամ տեաց.) NBH 2 0251 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 9c, 12c գ. θνησιμαῖον morticinum. Մեռեալն կենդանւոյն. դի. գէշ. շաղիղ. դիակունք, եւ դիք հեթանոսաց. *Մերձեսցի ʼի մեռելոտի կամ ʼի գազանաբեկ: Ի մեռելոտիս անասնոց:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)